νομιστεύω

νομιστεύω
νομιστεύω (Α) [νομιστός]
1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα
2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι
α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.)
β) (για νόμισμα) είμαι σε κυκλοφορία
3. φρ. «νομιστευόμενος χαλκός» — ο χαλκός που κυκλοφορεί ως νόμισμα (λεξ. Σούδα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατανομιστεύω — (Α) λειώνω πολύτιμα αντικείμενα και κόβω νομίσματα («ὁ δὲ διὰ τὴν σπάνιν χρημάτων, ὅσον εἶχε κόσμον κατανομιστεύσας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νομιστεύω «έχω σε κυκλοφορία νομίσματα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”